- στρουθωτός
- -ή, -όν, Α(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουθωτά — στρουθωτός painted neut nom/voc/acc pl στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc/acc dual στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)